ιησουϊτισμός

ιησουϊτισμός
ο
1) учение иезуитов; 2) перен. иезуитство, лицемерие, двуличие, коварство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ιησουϊτισμός" в других словарях:

  • ιησουιτισμός — ο 1. η διδασκαλία και γενικά το πνεύμα τών ιησουιτών 2. υποκρισία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. jesuitism < jesuit (βλ. ιησουίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδαμάντιο Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • ιησουιτισμός — ο 1. διδασκαλία των ιησουιτών: Βασική αρχή του ιησουιτισμού ήταν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. 2. μτφ., υποκρισία, ψευτοευλάβεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»